εἰσδίδου — εἰσδίδωμι flow into pres imperat act 2nd sg εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδεδωκώς — εἰσδίδωμι flow into perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδοθέντος — εἰσδίδωμι flow into aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδοῦναι — εἰσδίδωμι flow into aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδιδόναι — εἰσδίδωμι flow into pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άσδων — ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
συνεισδίδωμι — Α 1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»] … Dictionary of Greek